- ὑπωπιασμός
- ὑπωπιασμόςsuggillatiomasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπωπιασμός — ὁ, Α [ὑπωπιάζω] βάσανο, ταλαιπωρία … Dictionary of Greek
ὑπωπιασμοῖς — ὑπωπιασμός suggillatio masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιασμοῦ — ὑπωπιασμός suggillatio masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιασμῶν — ὑπωπιασμός suggillatio masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιασμῷ — ὑπωπιασμός suggillatio masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωπιασμόν — ὑπωπιασμός suggillatio masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)